μεθυλένιο

μεθυλένιο
Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά του μεθανίου, όπως είναι το μεθυλενοχλωρίδιο (CH2Cl2) και η φορμαλδεΰδη (HCHO). Ενεργό μ. ονομάζεται η ομάδα CH2, όταν βρίσκεται μεταξύ δύο ομάδων RCO-, -CN, -COΟR και δίνει εύκολα αντιδράσεις αντικατάστασης ή συμπύκνωσης. κυανό του μ. Χρωστική ουσία με χημικό τύπο C16H18ClN3S. Πρόκειται για άχρωμη κρυσταλλική ουσία πράσινου χρώματος, διαλυτή στο νερό. Το κυανό του μ. χρησιμοποιείται εργαστηριακά για την χρώση νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA) και ιστολογικών τομών, καθώς και τη χρώση διαφόρων μερών του σώματος πριν από εγχειρήσεις. Έχει, επίσης, εφαρμογή ως φάρμακο για την αντιμετώπιση επιφανειακών μυκητιακών μολύνσεων στα ψάρια.
* * *
το
χημ. δισθενής οργανική ρίζα με χημικό τύπο =CH2.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεθυλένιο — το ίου (χημ.), δισθενής ρίζα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και τρία υδρογόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… …   Dictionary of Greek

  • πολυμεθυλένια — τα, Ν χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους ακέραιο αριθμό ριζών μεθυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymethylene < πολυ * + μεθυλένιο (< μέθυ + ύλη)] …   Dictionary of Greek

  • τετραμεθυλένιο — το, Ν χημ. δισθενής οργανική ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetramethylene < τετρ(α) * + μεθυλένιο] …   Dictionary of Greek

  • τριοξυμεθυλένιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τριοξάνιο, η οποία χρησιμοποιείται για τη διατήρηση αποστειρωμένου υλικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trioxymethylene < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + oxy < …   Dictionary of Greek

  • καρβένια — Ασταθείς οργανικές ενώσεις που περιέχουν ένα ηλεκτρικά ουδέτερο δισθενές άτομο άνθρακα. Έχουν γενικό τύπο RR’C: (όπου R, R’ αλκύλια, ενώ οι τελείες συμβολίζουν δύο αδέσμευτα ηλεκτρόνια). To πιο απλό κ. είναι το μεθυλένιο :CH2, που σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”